-
1 ὄνειδος
ὄνειδος, τό (ὄνομα, eigtl. übh. Ruf s. a. E., oder richtiger mit vorgeschlagenem ο von der Wurzel νιδ, Neid), Schimpf, Schmach, Vorwurf, bes. Schmährede, Schimpfwort; ὀνείδεα μυϑήσασϑαι, Il. 1, 291; λέγειν, προφέρειν, 2, 222. 251; βάζειν, Od. 17, 461; αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν μητέρι ϑ' ἡμετέρῃ, 22, 463, öfter; ἀρχαῖον, κακοποιόν, Pind. Ol. 6, 80 N. 8, 33; τοιάδ' ἐξ ἀνδρῶν ὀνείδη πολλάκις κλύων κακῶν, Aesch. Pers. 743; ἄλγησον ἦπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130, öfter; τοὔνειδος ὀνειδίσαι, Soph. Phil. 519 (s. auch das verb.); κοὔπω τις λόγον κακὸν ἠνέγκατ' οὐδ' ὄνειδος, Tr. 462; ἐμοὶ ὄνειδος μὴ ϑανεῖν ὑπὲρ τέκνου, mir ist es Schande, Eur. Andr. 411; τέκνοις ὄνειδος λιπεῖν, Heracl. 302; auch in Prosa, Her. 7, 160; ὅτι τὸ φιλότιμόν τε καὶ φιλάργυρον εἶναι ὄνειδος λέγεταί τε καὶ ἔστιν, Plat. Rep. I, 347 b; καὶ ψόγος, Legg. XI, 926 d; ὀνείδει ἔνοχος ἔστω, V, 742 b, wie ὀνείδει ἐνεχέσϑω τῷ μεγίστῳ XII, 808 e; auch ὀνείδη ἐχέτω, VI, 762 a, öfter. – Auch der Gegenstand des Schimpfes, der Schande, σοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα κατηφείη καὶ ὄνειδος ἔσσομαι, Il. 16, 498, vgl. 17, 556; Her. 2, 36; u. concret, der mit Schande bedeckt ist u. Andern Schande bringt; so heißen τοιαῦτ' ὀνείδη die Töchter des Oedipus, Soph. O. R. 1494; Λυσίστρατος Χολαργέων ὄνειδος, Ar. Ach. 820; τῆς πόλεως ὄνειδος γεγενημένος, Lycurg. 5; vgl. Dem. ep. 3 p. 644; τῇ πόλει, Mid. 132. – Wie Soph. Phil. 475 sagt σοὶ δ' ἐκλιπόντι τοῦτ' ὄνειδος οὐ καλόν, diesen nicht schönen Leumund, so ist Eur. Phoen. 828 Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος verbunden, Ruhm, Ehre (guter Leumund).
-
2 ὀνειδίζω
ὀνειδίζω, schmähen, schelten; ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, Il. 1, 211; νείκει ὀνειδίζων, 7, 95, Vorwürfe machen; Ἀγαμέμνονι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες, ihm vorwerfend, daß, 2, 255; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, an Einem tadeln, ἀλκὴν μέν μοι ὀνείδισας, φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον, 9, 34; οὐδ' ἄν μοι τὴν γαστέρ' ὀνειδίζων ἀγορεύοις, Od. 18, 380; Hes. O. 720; αἰσχύνομαί σοι ταῠτ' ὀνειδίσαι σαφῶς, Aesch. Ch. 904; σὺ δ' ἄϑλιός γε ταῠτ' ὀνειδίζων, ἅ σοι οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ' ὀνειδιεῖ Soph. O. R. 372; ἆρ' ἄϑλιον τοὔνειδος ὠνείδισ' εἰς σέ, O. C. 758; τοιαῦτ' ὀνειδιεῖσϑε, für das fut. pass., O. R. 1500; u. mit doppeltem acc., ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ' ὠνείδισας, du schaltest mich blind, 412; Eur. vrbdt ἃ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας, Med. 547; ὡς δέ οἱ ταῠτα ὠνείδισε. Her. 8, 106, der auch Σκύϑαι τοῠ βακχεύειν πέρι Ἕλλησι ὀνειδίζουσι 4, 79 verbindet, u. τῷ ϑεῷ τούτων, hierüber, ὀνειδίσαι 1, 90; auch ἐς τὸν Μηδισμόν, in Veziehung auf, 8, 92; ἃ σὺ ἐμοὶ ὀνειδίζεις, Plat. Gorg. 508 c; ὀνειδίζω σοι, ὅτι, 526 e; όνειδιῶ, Apol. 29 e; pass., οὐκ ὀρϑῶς ὀνειδίζεται, Tim. 86 d; τινὶ δειλίαν, Lys. 16, 15; Folgende, όνειδίζειν τινὶ εἰς ἀχαριστίαν, διότι Pol. 28, 4, 11, vgl. 9, 35, 6; auch τινὶ περί τινος, 30, 4, 8; D. Hal. 7, 32.